βραδυδικία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βραδυδικία θηλυκό
- η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης
- ο θεσμός παρέχει ανεπαρκώς τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει σχεδιασθεί (π.χ. η βραδυδικία του δικαιοδοτικού συστήματος) (εφ. Καθημερινή, 9/12/12)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραδυδικία
|