βραδύκαυστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραδύκαυστος η βραδύκαυστη το βραδύκαυστο
      γενική του βραδύκαυστου της βραδύκαυστης του βραδύκαυστου
    αιτιατική τον βραδύκαυστο τη βραδύκαυστη το βραδύκαυστο
     κλητική βραδύκαυστε βραδύκαυστη βραδύκαυστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραδύκαυστοι οι βραδύκαυστες τα βραδύκαυστα
      γενική των βραδύκαυστων των βραδύκαυστων των βραδύκαυστων
    αιτιατική τους βραδύκαυστους τις βραδύκαυστες τα βραδύκαυστα
     κλητική βραδύκαυστοι βραδύκαυστες βραδύκαυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραδύκαυστος < βραδύς + καυσ (< καίω, καύση) + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

βραδύκαυστος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]