βραδύποδας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραδύποδας < αρχαία ελληνική βραδύπους < βραδύς + πους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βραδύποδας αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) μικρά θηλαστικά (50-75 εκ. ύψος, 4-7 κιλά βάρος) της οικογένειας των Βραδυποδιδών (Bradypodidae) που ζουν στις τροπικές ζώνες της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής
- Πιθανότατα τα πιο νωθρά θηλαστικά στον πλανήτη, οι βραδύποδες μοιάζουν να περνούν όλη τη ζωή τους σε αργή κίνηση. (*)