βραδύπορο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βραδύπορο ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη βραδύπορα