βραδύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραδύς η βραδεία το βραδύ
      γενική του βραδύ
βραδέος
της βραδείας του βραδέος
    αιτιατική τον βραδύ τη βραδεία το βραδύ
     κλητική βραδύ βραδεία βραδύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραδείς οι βραδείες τα βραδέα
      γενική των βραδέων των βραδειών των βραδέων
    αιτιατική τους βραδείς τις βραδείες τα βραδέα
     κλητική βραδείς βραδείες βραδέα
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραδύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραδύς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾaˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρα‐δύς

Επίθετο[επεξεργασία]

βραδύς, -εία, -ύ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]