βρακωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρακωμένος η βρακωμένη το βρακωμένο
      γενική του βρακωμένου της βρακωμένης του βρακωμένου
    αιτιατική τον βρακωμένο τη βρακωμένη το βρακωμένο
     κλητική βρακωμένε βρακωμένη βρακωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρακωμένοι οι βρακωμένες τα βρακωμένα
      γενική των βρακωμένων των βρακωμένων των βρακωμένων
    αιτιατική τους βρακωμένους τις βρακωμένες τα βρακωμένα
     κλητική βρακωμένοι βρακωμένες βρακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βρακώνομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

βρακωμένος, -η, -ο

  1. που φορά βρακί και παντελόνι
  2. (μεταφορικά) πολύ φτωχός, ντυμένος με ευπρέπεια· (συνεκδοχικά) που έχει ξεφύγει από την αθλιότητα, που κάνει προσπάθειες για να γίνει εμφανίσιμος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]