βρακωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βρακώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
βρακωμένος, -η, -ο
- που φορά βρακί και παντελόνι
- (μεταφορικά) πολύ φτωχός, ντυμένος με ευπρέπεια· (συνεκδοχικά) που έχει ξεφύγει από την αθλιότητα, που κάνει προσπάθειες για να γίνει εμφανίσιμος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρακωμένος
|