βραστήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραστήρ < βράζω, βρασ- + -τήρ → και δείτε βραστήρας. Διαφορετικό το ελληνιστικό βραστήρ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βραστήρ αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βραστήρ οἱ βραστῆρες
      γενική τοῦ βραστῆρος τῶν βραστήρων
      δοτική τῷ βραστῆρ τοῖς βραστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βραστῆρ τοὺς βραστῆρᾰς
     κλητική ! βραστήρ βραστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βραστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  βραστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραστήρ < βράσσω, βρασ- (αναταράζω) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) + -τήρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βραστήρ, -ῆρος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]