βραχιάλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βραχιάλιον τὰ βραχιάλι
      γενική τοῦ βραχιαλίου τῶν βραχιαλίων
      δοτική τῷ βραχιαλί τοῖς βραχιαλίοις
    αιτιατική τὸ βραχιάλιον τὰ βραχιάλι
     κλητική ! βραχιάλιον βραχιάλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βραχιαλίω
γεν-δοτ τοῖν  βραχιαλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραχιάλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική bracchiale, υποκοριστικό του bracchium με επίδραση του βραχιόνιον (περιβραχιόνιο) < αρχαία ελληνική βραχίων (αντιδάνειο)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρᾰχῑάλιον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. βραχιόλι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]