βραχιολάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχιολάτος η βραχιολάτη το βραχιολάτο
      γενική του βραχιολάτου της βραχιολάτης του βραχιολάτου
    αιτιατική τον βραχιολάτο τη βραχιολάτη το βραχιολάτο
     κλητική βραχιολάτε βραχιολάτη βραχιολάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχιολάτοι οι βραχιολάτες τα βραχιολάτα
      γενική των βραχιολάτων των βραχιολάτων των βραχιολάτων
    αιτιατική τους βραχιολάτους τις βραχιολάτες τα βραχιολάτα
     κλητική βραχιολάτοι βραχιολάτες βραχιολάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραχιολάτος < βραχιόλι + -άτος

Επίθετο[επεξεργασία]

βραχιολάτος

  1. αυτός που φέρει βραχιόλι ή βραχιόλια
  2. (αργκό) ο φερόμενος με χειροπέδες (στη γλώσσα των κακοποιών)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]