βραχυκυκλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραχυκυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βραχυκυκλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
βραχυκυκλωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί βραχυκύκλωμα
- (μεταφορικά) που έχει μπει σε αδιέξοδο, μπλοκαρισμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραχυκυκλωμένος
|