βραχυκύκλωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βραχυκύκλωμα τα βραχυκυκλώματα
      γενική του βραχυκυκλώματος των βραχυκυκλωμάτων
    αιτιατική το βραχυκύκλωμα τα βραχυκυκλώματα
     κλητική βραχυκύκλωμα βραχυκυκλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραχυκύκλωμα < βραχύς + κύκλωμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾa.çiˈci.klo.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βραχυκύκλωμα ουδέτερο


Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]