βραχυλογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραχυλογικός < ελληνιστική κοινή βραχυλογικός < αρχαία ελληνική βραχύλογος < βραχύς + λέγω
Επίθετο[επεξεργασία]
βραχυλογικός, -ή, -ό
- που είναι βραχύλογος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βραχυλογικά
- βραχυλογικώς
- → δείτε τις λέξεις βραχύλογος, βραχύς και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραχυλογικός
|