βραχυλογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραχυλογώ < ελληνιστική κοινή βραχυλογέω / βραχυλογῶ < αρχαία ελληνική βραχύς + λέγω
Ρήμα[επεξεργασία]
βραχυλογώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις βραχύλογος, βραχύς και λέγω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βραχυλογώ | βραχυλογούσα | θα βραχυλογώ | να βραχυλογώ | βραχυλογώντας | |
β' ενικ. | βραχυλογείς | βραχυλογούσες | θα βραχυλογείς | να βραχυλογείς | (βραχυλόγει) | |
γ' ενικ. | βραχυλογεί | βραχυλογούσε | θα βραχυλογεί | να βραχυλογεί | ||
α' πληθ. | βραχυλογούμε | βραχυλογούσαμε | θα βραχυλογούμε | να βραχυλογούμε | ||
β' πληθ. | βραχυλογείτε | βραχυλογούσατε | θα βραχυλογείτε | να βραχυλογείτε | βραχυλογείτε | |
γ' πληθ. | βραχυλογούν(ε) | βραχυλογούσαν(ε) | θα βραχυλογούν(ε) | να βραχυλογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βραχυλόγησα | θα βραχυλογήσω | να βραχυλογήσω | βραχυλογήσει | ||
β' ενικ. | βραχυλόγησες | θα βραχυλογήσεις | να βραχυλογήσεις | βραχυλόγησε | ||
γ' ενικ. | βραχυλόγησε | θα βραχυλογήσει | να βραχυλογήσει | |||
α' πληθ. | βραχυλογήσαμε | θα βραχυλογήσουμε | να βραχυλογήσουμε | |||
β' πληθ. | βραχυλογήσατε | θα βραχυλογήσετε | να βραχυλογήσετε | βραχυλογήστε | ||
γ' πληθ. | βραχυλόγησαν βραχυλογήσαν(ε) |
θα βραχυλογήσουν(ε) | να βραχυλογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βραχυλογήσει | είχα βραχυλογήσει | θα έχω βραχυλογήσει | να έχω βραχυλογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βραχυλογήσει | είχες βραχυλογήσει | θα έχεις βραχυλογήσει | να έχεις βραχυλογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βραχυλογήσει | είχε βραχυλογήσει | θα έχει βραχυλογήσει | να έχει βραχυλογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βραχυλογήσει | είχαμε βραχυλογήσει | θα έχουμε βραχυλογήσει | να έχουμε βραχυλογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βραχυλογήσει | είχατε βραχυλογήσει | θα έχετε βραχυλογήσει | να έχετε βραχυλογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βραχυλογήσει | είχαν βραχυλογήσει | θα έχουν βραχυλογήσει | να έχουν βραχυλογήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραχυλογώ
|