βραχυπρόθεσμο ενεργητικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραχυπρόθεσμο ενεργητικό < → δείτε τις λέξεις βραχυπρόθεσμος και ενεργητικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική current asset
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βραχυπρόθεσμο ενεργητικό (el)