βραχυχρονίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραχυχρονίως < βραχυχρόνιος + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
βραχυχρονίως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραχυχρονίως
|
βραχυχρονίως
|