βρικόλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρικόλακας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουρκόλακας < βουλγαρική върколак (vărkolák) < πρωτοσλαβική *vьlkolakъ < *vьlkъ (λύκος) + *lakъ (δέρμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vɾiˈko.la.kas/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρικόλακας αρσενικό
- ο νεκρός που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, βγαίνει τη νύχτα από τον τάφο του και τρέφεται με αίμα ζωντανών
- ο Νοσφεράτου ήταν βρικόλακας
- (μεταφορικά) ο άνθρωπος που δεν κοιμάται τη νύχτα και / ή τριγυρνάει άσκοπα
- μένει σαν τον βρικόλακα όλη νύχτα ξάγρυπνος
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- το βαμπίρ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρικόλακας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)