βρομερότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βρομερότης | αἱ | βρομερότητες | ||||
γενική | τῆς | βρομερότητος | τῶν | βρομεροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | βρομερότητι | ταῖς | βρομερότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | βρομερότητα | τὰς | βρομερότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | βρομερότης | βρομερότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρομερότης < βρομερ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρομερότης θηλυκό
- (καθαρεύουσα) βρομερότητα, η ιδιότητα του βρομερού
- και παρωχημένη γραφή με βρωμ-
Πηγές[επεξεργασία]
- «βρωμερότης» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .