βρομιάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρομιάρικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρομιάρικος
Επίθετο[επεξεργασία]
βρομιάρικος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βρόμα