βρομόσκυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρομόσκυλο ουδέτερο
- βρομερό -και κακό- σκυλί
- (μεταφορικά) αλήτης, παλιάνθρωπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρομόσκυλο
|