βρομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βρομῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρομώ <
ΣτΕ → δείτε και τη λέξη βρόμα και το αρχαίο ουδέτερο ουσιαστικό βρῶμα, στη φράση «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία»

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾoˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρο‐μώ

Ρήμα[επεξεργασία]

βρομώ

  • σπανιότερος τύπος του βρομάω → δείτε και την κλίση 

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  2. «βρομώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. βρομάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
    Οι ετυμολογίες έγιναν από τον Ευάγγελο Πετρούνια.