βρομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρομώ < αρχαία ελληνική βρομέω / βρομῶ < βρόμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrem-¨
- Η αρχική σημασία του βρομέω ήταν κάνω θόρυβο, κροτώ. Ακολούθησε σημασιολογική μεταβολή (μυρίζω άσχημα).[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
βρομώ
- έχω άσχημη οσμή
- (μεταφορικά) υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις κλπ.
- η κατάσταση στο κόμμα βρομάει από μακριά
- (μεταφορικά) υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις κλπ.
- σαπίζω, χαλάω (κυρίως για φαγητό)
- (συνεκδοχικά) είμαι ακάθαρτος, άπλυτος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βρομάω ολόκληρος: επιτατική έκφραση για το: είμαι πάρα πολύ βρόμικος
- το ψάρι βρομάει απ' το κεφάλι: η διαφθορά ξεκινά από τις ανώτερες θέσεις μιας οργάνωσης ή ομάδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυρίζω άσχημα
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.