βροντή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βροντή | οι | βροντές |
γενική | της | βροντής | των | βροντών |
αιτιατική | τη | βροντή | τις | βροντές |
κλητική | βροντή | βροντές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βροντή < αρχαία ελληνική βροντή < βρέμω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɾɔnˈdi/
- συλλαβισμός : βρο‐ντή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βροντή θηλυκό
- (μετεωρολογία) δυνατός κι εξακολουθητικός κρότος που ακούγεται μετά από την εμφάνιση μιας αστραπής
- Βροντές μακρινές ακούστηκαν• μύρισε ο αγέρας βροχή. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού)
- οποιοσδήποτε δυνατός κρότος ή θόρυβος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- βροντερός
- βρόντημα
- βροντοκόπημα
- βροντοκοπώ
- βρόντος
- βροντόσαυρος
- βροντοφωνάζω
- βροντόφωνος
- βροντοφωνώ
- βροντοχτυπώ
- βροντώ
- βροντώδης