βροντερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βροντερά < βροντερός
Επίρρημα[επεξεργασία]
βροντερά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βροντερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βροντερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βροντερό