βροντερά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βροντερά < βροντερός
Επίρρημα
[επεξεργασία]βροντερά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βροντερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βροντερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βροντερό