βροτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βροτός και βρατός
- θνητός, ο μη αθάνατος, ο μη θεϊκός, λέξη που συνήθως χρησιμοποιείτο σε αντιδιαστολή προς το θεϊκό στοιχείο
- λόγος μέν ἐστ᾽ ἀρχαῖος ἀνθρώπων φανείς, ὡς οὐκ ἂν αἰῶν᾽ ἐκμάθοις βροτῶν, πρὶν ἂν θάνῃ τις, οὔτ᾽ εἰ χρηστὸς οὔτ᾽ εἴ τῳ κακός: : η αρχαία παροιμία λέει να μην κρίνεις κανένα θνητό αν ήταν καλός ή κακός προτού πεθάνει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βροτοῖς πέφυκαι τόν πεσόντα λακτίσαι : ο άνθρωπος το έχει στη φύση του να δίνει μια κλωτσιά σε εκείνον που βρίσκει πεσμένο
[επεξεργασία]
- βρότειος και βρότεος (ποιητικός τύπος)
- βροτήσιος, βροτησία, βροτήσιον : ανθρώπινος
Σύνθετα[επεξεργασία]
- βροτοκτόνος
- βροτοκτονέω
- βροτολοιγός,όν < λοιγός
- βροτοσκόπος < σκοπέω
- βροτοστυγής,ές < στυγέω
- βροτοφθόρος,ον < φθείρω
- βροτωφελής,ές
Πηγές[επεξεργασία]
- «βροτός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «βροτός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.