βροῦχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βρούχος, βροῦκος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

βροῦχος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βροῦχος και βροῦκος < πιθανόν βρύκω (ηχομιμητικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βροῦχος αρσενικό

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

βροῦχος < μορφή βρου- < βρυ- όπως βρυχῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βροῦχος ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις βρυχῶ και βρυχῶμαι

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βροῦχος < Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, σύνδεση με βρύκω, βρύχω (μασάω με θόρυβο, τρίζοντας τα δόντια). Επίσης ηχομιμητικές οι παραλλαγές παραγώγων.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βροῦχος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • (εντομολογία) είδος ακρίδας, ο βρούχος
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιά Διαθήκη,Αμώς (Rahlfs) , 7.1, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
    Οὕτως ἔδειξέν μοι Κύριος ὁ θεός, καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γὼγ ὁ βασιλεύς.
    Έτσι φανέρωσε σε μένα [με όραμα] ο Κύριος ο Θεός, και ιδού σμήνος ακρίδων, που έρχεται κατά το πρωί, και ιδού ένας βρούχος, [που συμβολίζει] τον βασιλιά Γωγ.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

τύποι στον Ησύχιο:

Πηγές[επεξεργασία]