βρυγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρυγμός οι βρυγμοί
      γενική του βρυγμού των βρυγμών
    αιτιατική τον βρυγμό τους βρυγμούς
     κλητική βρυγμέ βρυγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρυγμός < αρχαία ελληνική βρυγμός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾiɣˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρυγ‐μός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρυγμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. βρυγμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρυγμός < αρχαία ελληνική βρυγμός -μός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρυγμός αρσενικό

  1. το τρίξιμο των δοντιών
  2. βρυχηθμός

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρυγμός οἱ βρυγμοί
      γενική τοῦ βρυγμοῦ τῶν βρυγμῶν
      δοτική τῷ βρυγμ τοῖς βρυγμοῖς
    αιτιατική τὸν βρυγμόν τοὺς βρυγμούς
     κλητική ! βρυγμέ βρυγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βρυγμώ
γεν-δοτ τοῖν  βρυγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρυγμός < βρύχω + -μός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρυγμός αρσενικό

  1. το τρίξιμο των δοντιών
  2. βρυχηθμός

Πηγές[επεξεργασία]