βρυσούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρυσούλα | οι | βρυσούλες |
γενική | της | βρυσούλας | — | |
αιτιατική | τη | βρυσούλα | τις | βρυσούλες |
κλητική | βρυσούλα | βρυσούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρυσούλα < βρύση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρυσούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του βρύση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Βρυσούλα (τοπωνύμιο)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έχετε γεια, βρυσούλες: για κάτι που πέθανε κυριολεκτικά ή μεταφορικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βρύση
βρυσούλα
|