βρυχιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρυχιέμαι < βρυχ(ώμαι) + -ιέμαι < αρχαία ελληνική βρυχάομαι / βρυχῶμαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɾiˈçe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρυ‐χιέ‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

βρυχιέμαι, π.αόρ.: βρυχήθηκα (αποθετικό ρήμα)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]