βρυχώμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρυχώμενος η βρυχώμενη το βρυχώμενο
      γενική του βρυχώμενου της βρυχώμενης του βρυχώμενου
    αιτιατική τον βρυχώμενο τη βρυχώμενη το βρυχώμενο
     κλητική βρυχώμενε βρυχώμενη βρυχώμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρυχώμενοι οι βρυχώμενες τα βρυχώμενα
      γενική των βρυχώμενων των βρυχώμενων των βρυχώμενων
    αιτιατική τους βρυχώμενους τις βρυχώμενες τα βρυχώμενα
     κλητική βρυχώμενοι βρυχώμενες βρυχώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρυχώμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα βρυχώμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

βρυχώμενος, -η, -ο

  1. που βρυχάται κυριολεκτικά ή μεταφορικά, ενώ βρυχάται, καθώς βρυχάται, με το να βρυχάται
    Το βρυχώμενο ποντίκι (ειρωνικά, αφού βρυχάται μόνο το λεοντάρι, από το έργο The Mouse That Roared του Leonard Wibberley)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]