βρυόφυτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

βρύα σε κορμό δέντρου bryophyte

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρυόφυτα < βρύο και φυτό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρυόφυτα ουδέτερο

συνομοταξία φυτών.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]