βρωμίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρωμίωση | οι | βρωμιώσεις |
γενική | της | βρωμίωσης* | των | βρωμιώσεων |
αιτιατική | τη | βρωμίωση | τις | βρωμιώσεις |
κλητική | βρωμίωση | βρωμιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βρωμιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρωμίωση < βρώμιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρωμίωση θηλυκό
- (χημεία) η με χημική αντίδραση αντικατάσταση, η προσθήκη ατόμων βρωμίου στο μόριο μιας χημικής ένωσης
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρωμίωση
|