βρόμικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρόμικο | τα | βρόμικα |
γενική | του | βρόμικου | των | βρόμικων |
αιτιατική | το | βρόμικο | τα | βρόμικα |
κλητική | βρόμικο | βρόμικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρόμικο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρόμικο ουδέτερο
- (οικείο) χορταστικό σάντουιτς από καντίνα στο δρόμο
- (κατ’ επέκταση) κάθε αγοραστό μεγάλο σάντουιτς
- (συνεκδοχικά) καντίνα στο δρόμο που πουλάει σάντουιτς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρόμικο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βρόμικο