βρόμικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρόμικο τα βρόμικα
      γενική του βρόμικου των βρόμικων
    αιτιατική το βρόμικο τα βρόμικα
     κλητική βρόμικο βρόμικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρόμικο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρόμικο ουδέτερο

  1. (οικείο) χορταστικό σάντουιτς από καντίνα στο δρόμο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βρόμικο