βρόμικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvɾɔ.mi.kɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
βρόμικος
- που δεν είναι καθαρός
- πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου, είναι βρόμικα
- (μεταφορικά) που έχει σχέση με ανέντιμες ασχολίες
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Λιγότερο συχνά συναντιέται και η (ορθογραφικά λάθος) γραφή βρώμικος.