βρόμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρόμιο < Καθαρεύουσα βρόμιον ή βρώμιον, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική brome < ελληνιστική κοινή βρόμος ή βρῶμος (δυσωδία)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1876.[1] Η γραφή βρόμιο θεωρείται σωστότερη (βλ. ετυμολογία του βρόμα). Επίσης, βλ. βρομώ για την αρχική σημασία: “θορυβώ, κάνω κρότο”.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρόμιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρόμιο | ||
γενική | του | βρομίου | ||
αιτιατική | το | βρόμιο | ||
κλητική | βρόμιο | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, που ανήκει στα αλογόνα, με ατομικό αριθμό 35 και χημικό σύμβολο το Br. Πτητικό υγρό με χρώμα καστανοκόκκινο. [2]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- βρώμιο: παλαιά γραφή[3] που δεν θεωρείται σωστή [1] [4] (βλ. ετυμολογία του βρόμα).
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- βρομιούχος, -α, -ο
- → δείτε τη λέξη βρομώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρόμιο
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Θεοδωρόπουλος, Παναγιώτης. Παπαθεοφάνους, Παύλος. Σιδέρη, Φιλλένια. Χημεία Γ' Γυμνασίου. Αθήνα: ΟΕΔΒ, χωρίς ημερομηνία. Κεφ: Τα αλογόνα, στο ebooks.edu.gr. ανευρ:2018.07.01.
- ↑ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. (λήμμα: βρώμιον)
- ↑ «βρόμιο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς πληθυντικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)