βρώσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρώσιμος < αρχαία ελληνική βρώσιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
βρώσιμος
- που μπορεί να φαγωθεί, που είναι κατάλληλος για τροφή
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ βρώσιμος | τὸ βρώσιμον | οἱ, αἱ βρώσιμοι | τὰ βρώσιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς βρωσίμου | τοῦ βρωσίμου | τῶν βρωσίμων | τῶν βρωσίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ βρωσίμῳ | τῷ βρωσίμῳ | τοῖς, ταῖς βρωσίμοις | τοῖς βρωσίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν βρώσιμον | τὸ βρώσιμον | τοὺς, τὰς βρωσίμους | τὰ βρώσιμα |
Κλητική | βρώσιμε | βρώσιμον | βρώσιμοι | βρώσιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | βρωσίμω | |||
Γενική-Δοτική | βρωσίμοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βρώσιμος, -ος, -ον