βρῶσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρῶσις < βιβρώσκω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρῶσις θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • η βρωτύς, της βρωτύος (η κατανάλωση τροφής)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]