Μετάβαση στο περιεχόμενο

βρῶσις

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρῶσῐς αἱ βρώσεις
      γενική τῆς βρώσεως τῶν βρώσεων
      δοτική τῇ βρώσει ταῖς βρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βρῶσῐν τὰς βρώσεις
     κλητική ! βρῶσῐ βρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βρώσει
γεν-δοτ τοῖν  βρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βρῶσις < βιβρώσκω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βρῶσις θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • η βρωτύς, της βρωτύος (η κατανάλωση τροφής)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]