βυζάστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυζάστρα < βυζάνω.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυζάστρα θηλυκό και βυζάχτρα θηλυκό
- Γυναίκα που θηλάζει ξένο μωρό, συνήθως με αμοιβή. Η παραμάνα.
- Τον άκουσε ο Τηλέμαχος τον ακριβό γονιό του, και τη βυζάστρα Ευρύκλεια φωνάζει. (Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη).
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυζάστρα
|