βυζί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βυζί | τα | βυζιά |
γενική | του | βυζιού | των | βυζιών |
αιτιατική | το | βυζί | τα | βυζιά |
κλητική | βυζί | βυζιά | ||
όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυζί < μεσαιωνική ελληνική βυζί(ν) < ελληνιστική κοινή βύζιον < βυζόν < βύζην < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bheu-ə- (φουσκώνω, κάμπτω, καμπυλώνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυζί ουδέτερο
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
βυζί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)