βυζομαλακία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυζομαλακία θηλυκό
- (οικείο) σεξουαλική πρακτική κατά την οποία ο άντρας αυνανίζεται κινώντας το πέος του ανάμεσα στα στήθη της γυναίκας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυζομαλακία