βυθίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βυθίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βυθίζω
- θα βυθίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βυθίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βυθίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βύθιση