βυθοκόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυθοκόρος < βυθός + αρχαία ελληνική κορέω + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cure-môle)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυθοκόρος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ειδικό βοηθητικό ναυπήγημα, αυτοκινούμενο ή μη, που χρησιμοποιείται για την εκβάθυνση λιμανιών, πορθμών, καναλιών, ποταμών και λιμνών ή για την εκμετάλλευση προσχωματικών κοιτασμάτων (όπως π.χ. κοιτάσματα χρυσού)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Το λεξικό Τριανταφυλλίδη το κατατάσσει ως αρσενικό.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
βυθοκόρος στη Βικιπαίδεια