βυκάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυκάνη από το αρχαιοελληνικό βύκτης < θορυβώδης, καυχησιάρης, ηχητικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυκάνη θηλυκό
- φυσική σάλπιγγα φτιαγμένη από κέρατο