βυρσοδέψις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυρσοδέψις < βυρσοδέψης + -ις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυρσοδέψις θηλυκό
- (σπάνιο, επάγγελμα) θηλυκό του βυρσοδέψης
- ※ Στις συμβάσεις εργασίας που συνάπτουν γυναίκες μνημονεύονται τα εξής γυναικεία επαγγέλματα: τροφός, υπηρέτρια, υφάντρα, ράφτρα, βυρσοδέψις, τσαγκάρισσα, ταβερνάρισσα —αλλά και μαμή και πρακτική γιατρός. Η αμοιβή του άντρα μπορούσε να είναι ακόμη και τριπλάσια από τη γυναικεία. Γυναίκες αναφέρονται, μόνες ή συνεταιρικά, να ασχολούνται με το εμπόριο ή να είναι δανείστριες. Τέλος, στην πελατεία των νοταρίων ανήκουν και οι μοναχές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έγγραφα από συναλλαγές μοναχών και ζωγράφων. (Η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη με βάση τις Νοταρικές πηγές, https://www.archaiologia.gr, 25.06.2011)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυρσοδέψις
|