βυρσοδεψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυρσοδεψία < βυρσοδέψης + -ία < αρχαία ελληνική βυρσοδέψης < βύρσα + δέψω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυρσοδεψία θηλυκό
- η τέχνη του βυρσοδέψη, η κατεργασία δερμάτων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βυρσοδέψης