βυρσοδεψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βυρσοδεψία οι βυρσοδεψίες
      γενική της βυρσοδεψίας των βυρσοδεψιών
    αιτιατική τη βυρσοδεψία τις βυρσοδεψίες
     κλητική βυρσοδεψία βυρσοδεψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βυρσοδεψία < βυρσοδέψης + -ία < αρχαία ελληνική βυρσοδέψης < βύρσα + δέψω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βυρσοδεψία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]