βυσσινάδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βυσσινάδα θηλυκό
- (ποτό) αναψυκτικό που το παρασκευάζουμε από σιρόπι βύσσινων διαλυμένο σε νερό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βύσσινο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
βυσσινάδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βυσσινάδα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βυσσινάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας