βυτίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βυτίο | τα | βυτία |
γενική | του | βυτίου | των | βυτίων |
αιτιατική | το | βυτίο | τα | βυτία |
κλητική | βυτίο | βυτία | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυτίο < ελληνιστική κοινή *βυτίον < βυτίνη / πυτίνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυτίο ουδέτερο
- το βαρέλι, το βαγένι
- (συνεκδοχικά) βυτιοφόρο
- (συνεκδοχικά) ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα βυτιοφόρο