βωξίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βωξίτης | οι | βωξίτες |
γενική | του | βωξίτη | των | βωξιτών |
αιτιατική | τον | βωξίτη | τους | βωξίτες |
κλητική | βωξίτη | βωξίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βωξίτης αρσενικό
- πέτρωμα που χρησιμοποιείται κυρίως ως μετάλλευμα για την παραγωγή του αλουμινίου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- βωξίτης στη Βικιπαίδεια