βόας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βοάς, βοᾷς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόας οι βόες
      γενική του βόα των βοών
    αιτιατική τον βόα τους βόες
     κλητική βόα βόες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βόας < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική boa + [1]
Βόας στο έδαφος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βόας αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

βόας

  • β' τύπος αιτιατικής πληθυντικού του ουσιαστικού βοῦς