βόειος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βόειος | η | βόεια | το | βόειο |
| γενική | του | βόειου | της | βόειας | του | βόειου |
| αιτιατική | τον | βόειο | τη | βόεια | το | βόειο |
| κλητική | βόειε | βόεια | βόειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βόειοι | οι | βόειες | τα | βόεια |
| γενική | των | βόειων | των | βόειων | των | βόειων |
| αιτιατική | τους | βόειους | τις | βόειες | τα | βόεια |
| κλητική | βόειοι | βόειες | βόεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βόειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόειος
Επίθετο
[επεξεργασία]βόειος, -α, -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βόειος
|
→ δείτε τη λέξη βοδινός |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βόειος | ἡ | βοείᾱ | τὸ | βόειον |
| γενική | τοῦ | βοείου | τῆς | βοείᾱς | τοῦ | βοείου |
| δοτική | τῷ | βοείῳ | τῇ | βοείᾳ | τῷ | βοείῳ |
| αιτιατική | τὸν | βόειον | τὴν | βοείᾱν | τὸ | βόειον |
| κλητική ὦ! | βόειε | βοείᾱ | βόειον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βόειοι | αἱ | βόειαι | τὰ | βόειᾰ |
| γενική | τῶν | βοείων | τῶν | βοείων | τῶν | βοείων |
| δοτική | τοῖς | βοείοις | ταῖς | βοείαις | τοῖς | βοείοις |
| αιτιατική | τοὺς | βοείους | τὰς | βοείᾱς | τὰ | βόειᾰ |
| κλητική ὦ! | βόειοι | βόειαι | βόειᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοείω | τὼ | βοείᾱ | τὼ | βοείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | βοείοιν | τοῖν | βοείαιν | τοῖν | βοείοιν |
| Και επικό θηλυκό βοείη | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]βόειος, -α, -ον
- βοδινός, αγελαδινός
- από δέρμα βοδιού
- (ουσιαστικοποιημένο) βοεία: δέρμα βοδιού και (συνεκδοχικά) ασπίδα από δέρμα βοδιού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- βόειος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βόειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση 'λόγιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης&1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'λόγιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)