βόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βόλος | οι | βόλοι |
γενική | του | βόλου | των | βόλων |
αιτιατική | τον | βόλο | τους | βόλους |
κλητική | βόλε | βόλοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόλος < αρχαία ελληνική βῶλος (Υπάρχει ήδη στα ελληνιστικά χρόνια η γραφή βόλος: θύρα, πηλός (βῶλος) καὶ δίκτυον. Ἡσύχιος, Γλῶσσαι, Β)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόλος αρσενικό
- άλλη γραφή του βώλος (ορθογραφική απλοποίηση, ήδη από την ελληνιστική κοινή)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βόλος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | βόλος | βόλω | βόλοι |
Γενική | βόλου | βόλοιν | βόλων |
Δοτική | βόλῳ | βόλοιν | βόλοις |
Αιτιατική | βόλον | βόλω | βόλους |
Κλητική | βόλε | βόλω | βόλοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόλος < βάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόλος αρσενικό
- δίχτυ
- το ρίξιμο του διχτυού
- το θήραμα ή ό,τι έχει πιαστεί με δίχτυ
- ζαριά
- το πέσιμο των δοντιών και το βγάλσιμο άλλων
- (ελληνιστική κοινή) σβώλος
Πηγές[επεξεργασία]
- βόλος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «βόλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.