βόμβα υδρογόνου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βόμβα υδρογόνου < βόμβα + υδρογόνο < αγγλική hydrogen bomb

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

βόμβα υδρογόνου θηλυκό

→ δείτε τη λέξη υδρογονοβόμβα